Κοινωνικοοικονομικά ο Δήμος Λαμιέων ταλαντεύεται ανάμεσα στον αστικό χαρακτήρα της πόλης της Λαμίας με χαρακτηριστικά αναπτυσσόμενης περιφερειακής πόλης και εμπορο-βιομηχανικού πόλου σε κομβικό σημείο του οδικού άξονα «Αθήνα – Θεσ/νίκη» και στον φθίνοντα γεωργικό χαρακτήρα του γεωγραφικού χώρου του Δέλτα του Σπερχειού και της λοιπής υπαίθρου του Δήμου Λαμιέων.
Όμως, η ιστορικο-αρχαιολογική έρευνα στο απώτερο παρελθόν αναδεικνύει τη μακριά ιστορία της Λαμίας και άλλων περιοχών του Δήμου ως πόλεις με ιδιαίτερο διοικητικό ή εμπορικό και επικοινωνιακό ρόλο (Αμφικτιονίες / πέρασμα Θερμοπυλών στα αρχαία χρόνια - Κέντρο Εμπορίου (Παζάρι) στο Βυζάντιο και την οθωμανική περίοδο). Η ιστορική διερεύνηση της εξέλιξης του Δήμου και της πόλης αποδεικνύει, ότι η Λαμία ήταν ανέκαθεν ένα περιφερειακό κέντρο με σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη του ελληνικού χώρου.
Επίσης, κατείχε ανέκαθεν σημαντικό ρόλο στη διοίκηση της περιοχής και συγκέντρωνε στον αστικό ιστό της το εμπόριο, τη μεταποίηση και επαγγέλματα, που χαρακτηρίζουν την αστική ανάπτυξη και εξέλιξη.
Το 1833, με την ίδρυση του πρώτου νεοελληνικού κράτους, ιδρύεται ο Νομός Λοκρίδας και Φωκίδας και η επαρχία Φθιώτιδας με πρωτεύουσα τη Λαμία, που ονομάζεται ακόμα Ζητούνι.
Το 1834 ιδρύεται ο Δήμος Λαμιέων ως συνοριακός Δήμος, αφού τα όρια του κράτους συμπίπτουν με τα Βόρεια σύνορα της περιοχής του (κορυφογραμμή Όρους Όθρυς). Κατατάσσεται στη «Β’ Τάξη των Δήμων», που αφορά ενδιάμεσους Δήμους μεταξύ 2.000 και 10.000 κατοίκων, ενώ η ανώτερη κατηγορία αφορά Δήμους μεταξύ 10.000 και 50.000 κατοίκων (Δήμος Αθηναίων).
Το 1836 καταργείται ο Νομός Λοκρίδας και Φωκίδας και ιδρύεται η Διοίκηση Φθιώτιδας με επαρχίες τη Φθιώτιδα και Λοκρίδα και έδρα τη Λαμία, που φέρει πλέον το σημερινό της όνομα.
Το 1845 ιδρύεται ο Νομός Φθιώτιδας και Φωκίδας με πρωτεύουσα τη Λαμία. Η πόλη της Λαμίας είναι παράλληλα πρωτεύουσα του Δήμου Λαμιέων και της επαρχίας, που περιλαμβάνει την περιοχή εξόδου στη θάλασσα της λεκάνης του Σπερχειού Ποταμού και συμπίπτει με την άμεση περιοχή επιρροής της σημερινής πόλης της Λαμίας με εξαίρεση το Δήμο Θερμοπυλών και το Δήμο Μώλου.
Με βάση τη Στατιστική Έρευνα του 1861, που είναι η πρώτη έρευνα με σύγχρονη επιστημονική μέθοδο και αποτελεί βάση των αναλύσεων για την πρώτη περίοδο του Ελληνικού Κράτους, ο Δήμος Λαμιέων, που συμπίπτει με το σημερινό Δήμο Λαμιέων πλην του Δημοτικού Διαμερίσματος των Θερμοπυλών, έχει 7.409 κατοίκους και κατατάσσεται στους αστικούς Δήμους. Στο Δήμο Λαμιέων, την περίοδο αυτή, οι γεωργοί υπερτερούν, ακολουθούμενοι αμέσως από τα βιομηχανικά – βιοτεχνικά επαγγέλματα, τους εργάτες και το βοηθητικό εργατικό δυναμικό. Η πόλη της Λαμίας έχει την ίδια εποχή πληθυσμό 4.700 κατοίκους, 737 οικίες (6,3 άτομα / κατοικία) και 712 οικογένειες (6,6 άτομα / οικογένεια). Η κατανομή του πληθυσμού ανά επαγγέλματα στην πόλη, στην ίδια έρευνα, δείχνει τη συντριπτική υπεροχή των βιομηχανικών και βιοτεχνικών επαγγελμάτων (55%). Ακολουθούν οι έμποροι (με 19,5%), οι υπάλληλοι και οι επιστήμονες με ποσοστό 16,5% επί του συνολικού αριθμού των επαγγελματιών. Ο μαθητικός πληθυσμός της πόλης αντιπροσωπεύει ήδη την εποχή εκείνη το 3,2% του συνολικού πληθυσμού, ενώ οι στρατιωτικοί αντιπροσωπεύουν το 12,7%.
Συμπερασματικά, η πρώτη επίσημη στατιστική απογραφή του 1861 δίνει την εξής εικόνα του Δήμου Λαμιέων 30 χρόνια μετά την ίδρυση του Νεοελληνικού Κράτους, η οποία αφορά σε ένα Δήμο αστικό, με πυρήνα τον οικισμό – πόλη της Λαμίας, διοικητικό και εμπορο-βιοτεχνικό κέντρο και κατοικία των ισχυρότερων οικονομικά πολιτών, πρωτεύουσα μίας αγροτικής περιφέρειας, στην οποία κατοικούν πλην των αγροτών, οι βιομηχανικοί – βιοτεχνικοί εργάτες και όσοι παρέχουν διάφορες υπηρεσίες στους κατοίκους του κέντρου. Η πόλη και ο Δήμος παρουσιάζουν αλματώδη πληθυσμιακή αύξηση μεταξύ 1835 και 1862.
Με νεότερη διοικητική αναμόρφωση μετά το 1960, διασπάται ο Νομός Φθιώτιδας και Φωκίδας και η Λαμία ορίζεται πρωτεύουσα του Νομού Φθιώτιδας, ενώ η Άμφισσα ορίζεται ως πρωτεύουσα του Νομού Φωκίδας.
Την περίοδο 1960-1980, η περιοχή της Λαμίας γίνεται πόλος αποκεντρωτικών πολιτικών (Ίδρυση Βιομηχανικής Περιοχής Λαμίας) και με τις αυτοδιοικητικές και περιφερειακές μεταρρυθμίσεις της δεκαετίας του 1980, η πόλη γίνεται Περιφερειακό Κέντρο, αφού ορίζεται ως η έδρα της Περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας και υποστηρίζεται από τις αντίστοιχες υποδομές στον τομέα των υπηρεσιών.